χαντάκωμα

χαντάκωμα
το, Ν [χαντακώνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαντακώνω
2. συνεκδ. καταστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαντάκωμα — το, ατος καταστροφή, αφανισμός: Αυτά που είπες στο δικαστήριο ήταν για μένα χαντάκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβαράθρωση — η ολοσχερής καταστροφή, χαντάκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβαραθρώ. Η λ., στον λόγιο τ. καταβαράθρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • καταβαράθρωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβαραθρώνω, η καταστροφή, το χαντάκωμα: Υπέστη μεγάλη καταβαράθρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”